- φειδομενως
- φειδομένωςбережливо или скупо
(χρῆσθαί τινι Plut.)
Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. Дворецкий И.Х.. 1958.
(χρῆσθαί τινι Plut.)
Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. Дворецкий И.Х.. 1958.
φειδομένως — φείδομαι spare pres part mp masc acc pl (doric) φειδομένως sparingly indeclform (adverb) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
φειδομένως — ΜΑ επίρρ. με φειδώ, φειδωλά. [ΕΤΥΜΟΛ. < φειδόμενος, μτχ. ενεστ. τού ρ. φείδομαι + επίρρμ. κατάλ. ως] … Dictionary of Greek